περίσωση

περίσωση
[-ις (-εως)] η спасение, помощь в беде

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "περίσωση" в других словарях:

  • περίσωση — η, Ν η διάσωση από καταστροφή ή από επικίνδυνη κατάσταση («η περίσωση τών έργων τέχνης κατά την περίοδο τής κατοχής υπήρξε μεγάλο κατόρθωμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < περισώζω. Η λ., στον λόγιο τ. περίσωσις, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ατλαντίς] …   Dictionary of Greek

  • περισώσῃ — περισώζω save alive aor subj mid 2nd sg περισώζω save alive aor subj act 3rd sg περισώζω save alive fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισώσηι — περισώσῃ , περισώζω save alive aor subj mid 2nd sg περισώσῃ , περισώζω save alive aor subj act 3rd sg περισώσῃ , περισώζω save alive fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»